- Κυναμολγοί
- Κυναμολγοί, οἱ (Α)1. αρχαία λιβυκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή τού Ισημερινού2. σκύλοι που τρέφονταν με γάλα αγελάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + -αμολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου-μολγός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυναμολγοί — dog milkers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυναμολγούς — Κυναμολγοί dog milkers masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)